πιτσούνι

πιτσούνι
το
(λ. ιταλ.)
1. ο νεοσσός του περιστεριού.
2. το εξαιρετικά όμορφο μικρό κορίτσι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πιτσούνι — το, θηλ. πιτσούνα, Ν 1. μικρό περιστέρι, νεοσσός περιστεριού 2. το θηλ. η πιτσούνα (ως θωπευτική προσφώνηση) α) όμορφο κοριτσόπουλο ή παχουλό κορίτσι β) θηλυκό μωρό 3. στον πληθ. τα πιτσούνια είδος παιδικού παιχνιδιού το πέταγμα πεταλίδων στην… …   Dictionary of Greek

  • περιστεριδέας — ο / περιστεριδεύς, έως, ΝΜΑ νεοσσός περιστεριού, περιστεράκι, πιτσούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αλεκτορ ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • πιπίνι — το, Ν 1. ο νεοσσός τού περιστεριού, πιτσούνι 2. η γλωσσίδα ορισμένων πνευστών μουσικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιπίζω (Ι) + κατάλ. νι] …   Dictionary of Greek

  • πιπίνι — το ο νεοσσός του περιστεριού, αλλιώς πιτσούνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”